Πανίδα

 

 

Η Πανίδα στο Ρέμα της Πικροδάφνης


Παρά την υποβάθμιση και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις που έχει υποστεί, το Ρέμα της Πικροδάφνης είναι το μοναδικό ποτάμι εντός του κεντρικού ιστού της πόλης μας που ρέει από την από τις ορεινές πηγές μέχρι και τις θαλάσσιες εκβολές του χωρίς εγκλωβισμούς και επικαλύψεις, διατηρώντας σε αρκετά μέρη, σημεία σπάνιας βιοποικιλότητας και απαράμιλλης ομορφιάς. Συγκεκριμένα, είναι το μοναδικό αυτοτελές υδάτινο σύστημα εντός του Νομού Αττικής.

            Κατά μήκος του Ρέματος έχουν αναπτυχθεί βιότοποι που φιλοξενούν πολλά είδη φυτών και ζώων οι οποίοι λειτουργούν ως καταφύγιο για πολλά από τα είδη αυτά, μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον της πυκνοκατοικημένης Αθήνας, λειτουργώντας ως μεταναστευτικός σταθμός για τα αποδημητικά πουλιά και τόπος προστασίας ή αναπαραγωγής για άλλα. Ωστόσο, τα οφέλη που παρέχει αυτή η κοινότητα των φυτών και των ζώων διαχέονται και στην ευρύτερη κοινωνία των ανθρώπων. Το Ρέμα λειτουργεί ως φυσικός αεραγωγός που ανανεώνει τον επιβαρυμένο αέρα της πόλης, παρέχοντας δροσιά τους καλοκαιρινούς μήνες και επιδρώντας θετικά στη διαμόρφωση του τοπικού μικροκλίματος. Επιπλέον συμβάλλει, στη μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων που παράγει ο άνθρωπος και τη μείωση της ηχορύπανσης ενώ παράλληλα δρα ως φυσικό αντιπλημμυρικό κανάλι συγκέντρωσης βρόχινων υδάτων. Τα νερά αυτά έχουν καταφέρει να κρατηθούν σχεδόν ανέπαφα σε επίπεδα ποιότητας και μόλυνσης από την ανθρώπινη παρέμβαση, κάτι που αποτελεί ευεργετικό στοιχείο όχι μόνο για τα είδη που ζουν και αναπτύσσονται σε αυτό, όπως βατράχια, φρύνους, ψάρια και χέλια αλλά και για τα πτηνά και θηλαστικά (νυχτερίδες, αλεπούδες, σκαντζόχοιρους)  που βρίσκουν ένα φυσικό τρόπο να ξεδιψάσουν.

            Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ποια είναι αυτά τα είδη πτηνών, θηλαστικών και ψαριών- αμφίβιων που ζουν στο Ρέμα της Πικροδάφνης μόνιμα ή ως επισκέπτες, όπως αυτά παραθέτονται στο βιβλίο “Ανακαλύπτοντας την Πικροδάφνη” και σύμφωνα με πηγές από το διαδίκτυο.


Μαθητές τμήματος ένταξης

Υπεύθυνος τμήματος: Φίλιππος Παπάζης

ΧΕΛΩΝΑ

Οι χελώνες που ζουν στο ρέμα της Πικροδάφνης είναι ερπετά. Έχουν σαρκώδη γλώσσα και καβούκι. Ακόμη, οι χελώνες αναπαράγονται το καλοκαίρι και γεννούν από 2 έως 12 αυγά. Επιπλέον, τρέφονται κυρίως με φυτά, παρόλο που είναι παμφάγα ζώα. Τους χειμερινούς μήνες πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Καθοδηγούνται από την όσφρηση και την όραση τους. Επίσης, επιλέγουν συγκεκριμένα μέρη για να ζήσουν. Τέλος, είναι τα πιο μακρόβια σπονδυλωτά ζώα και στην Ελλάδα είναι προστατευόμενα είδη. 

Photo by http://giannisserfanto.blogspot.com/
Άγγελος & Δήμητρα (Β2)


ΚΑΤΣΟΥΛΙΕΡΗΣ

Ο κατσουλιέρης είναι ένα πουλί που ζει στο ρέμα της Πικροδάφνης. Έχει μικρό μέγεθος περίπου 17 με 19 εκατοστά και έχει γκριζοκαστανά φτερά και μπεζ στήθος. Το ράμφος του είναι μακρύ και μυτερό και η ουρά του κοντή, ενώ οι φτερούγες του είναι μακριές. Χαρακτηριστικό του είναι ότι το πίσω δάχτυλο του ποδιού έχει ένα µακρύ νύχι, το οποίο έχει διπλάσιο μήκος από το δάκτυλο. Είναι παμφάγο πουλί και τρώει κυρίως σιτάρι, κριθάρι, βρώμη έντομα και σκαθάρια. Το θηλυκό πουλί γεννάει 3-5 αυγά. Τέλος, ζει 25 έως 30 χρόνια.

Photo by J.M. Garg
Μάριος Β. & Μάριος Δ. (Β1)


ΤΣΙΧΛΟΠΟΤΑΜΙΔΑ

Η Τσιχλοποταμίδα ή Ακροκέφαλος ή τσιχλόμορφος είναι ένα μεγάλο πουλί με ύψος 16-20 εκατοστά, ενώ το άνοιγμα των φτερών του φτάνει και τα 26 εκατοστά. Ακόμη, έχει χοντρό και μακρύ ράμφος. Η επιστημονική του ονομασία είναι Acrocephalus arundinaceus. Το χρώμα του είναι καφετί και έχει λίγο άσπρο στην κοιλιά του. Αναπαράγεται στην Ελλάδα και φτιάχνει τις φωλιές της σε σχήμα καλαθιού από γρασίδι και καλάμια. Γεννά μία φορά τον χρόνο από 4 έως 6 αυγά. Όσον αφορά την τροφή της, συνήθως τρώει υδρόβια έντομα, όπως ακρίδες και κατσαρίδες. Τέλος, το τραγούδι της μοιάζει με το τραγούδι του βατράχου. 

Photo by http://poulia4.blogspot.com
Καλλιόπη & Άνθιμος (Γ1)

ΜΑΥΡΟΤΡΥΓΓΑΣ

Ο Μαυρότρυγγας είναι ένα παρυδάτιο πτηνό που ανήκει στην οικογένεια των Σκολοπακίδων και ζει στο ρέμα της Πικροδάφνης. Η επιστημονική του ονομασία είναι Tringa  erythropus και δεν περιλαμβάνει υποείδη. Τα χαρακτηριστικά του είναι ότι έχει μέτριο μέγεθος και μικρές ανοιχτόχρωμες κηλίδες που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα πουλιά. Επίσης, έχει μακρύ και λεπτό ράμφος, το οποίο είναι κόκκινο στη βάση, ενώ το υπόλοιπο μαύρο. Επιπλέον, αναζητά την τροφή του σε ρηχά νερά. Συνήθως, τρώει έντομα, μικρά καρκινοειδή, μαλάκια, σκουλήκια, μικρά ψάρια και αμφίβια. Ακόμη, αναζητά τη λεία τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα.  Τέλος, μεταναστεύει τον χειμώνα στην Αφρική.

Photo by http://poulia4.blogspot.com
Γιώργος & Φαίη (Δ2)


ΝΕΡΟΚΟΤΣΕΛΑ

Η Νεροκοτσέλα είναι ένα πτηνό μεγέθους 22-28 εκατοστά. Αναγνωρίζεται εύκολα από το μακρύ κόκκινο και κυρτό προς τα κάτω ράμφος. Τα φτερά της έχουν χρώμα καστανό με μαύρα στίγματα, ενώ το κεφάλι, ο λαιμός και το στήθος της έχουν χρώμα σταχτογάλανο. Επιπλέον, είναι ένα πουλί που δραστηριοποιείται κυρίως το βράδυ. Ακόμη, εμφανίζεται και μετά από κακές καιρικές συνθήκες, για να αναζητήσει την τροφή της. Συνήθως, τρώει έντομα και μαλάκια, τα οποία βρίσκονται στα ρηχά νερά. Αρκετές φορές, τρώει μικρά ψάρια και βατράχια. Τέλος, κατά την αναπαραγωγή δημιουργεί τη φωλιά της πάνω από την επιφάνεια του νερού, ανάμεσα στους καλαμώνες, όπου το σχήμα της μοιάζει με ρηχό πιάτο. 

Photo by http://poulia4.blogspot.com
Ελευθερία & Μαρίνα (Ε1)


ΑΚΤΙΤΗΣ

Ο Ακτίτης είναι ένα πουλί που ζει στο ρέμα της Πικροδάφνης. Το όνομα του έχει ελληνική προέλευση. Στην βιβλιογραφία μπορεί να το δούμε και με το όνομα Ποταμότρυγγας. Όσον αφορά την εξωτερική του εμφάνιση, έχει μικρό μήκος, περίπου 18-20 εκατοστά, κοντή ουρά, ψηλά πόδια και μικρό κεφάλι. Το ράμφος του είναι μακρύτερο από το κεφάλι του και το φτέρωμά του έχει χρώμα λευκό με γκρίζο. Ανήκει στην κατηγορία των αποδημητικών πουλιών. Συνήθως, τρέφεται με έντομα και διάφορα ασπόνδυλα που συλλέγονται στις ακτές. Ενώ τον χειμώνα τρέφεται κυρίως με ψάρια και καρινοειδή. Σε αντίθεση με άλλα πουλιά, ο Ακτίτης φωλιάζει στο έδαφος ανάμεσα σε καλαμιές ή φυτά που είναι κοντά σε ποταμούς. Τέλος, όσον αφορά την αναπαραγωγή του, το θηλυκό γεννά κάθε Ιούνιο 4 αυγά.

Photo by http://poulia4.blogspot.com
Γεωργία, Γιώργος, Νεφέλη & Στέλιος (Στ1 & Στ2)



Μαθητές Δ' τάξης

 

Η Πανίδα στο Ρέμα της Πικροδάφνης

Παρά την υποβάθμιση και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις που έχει υποστεί, το Ρέμα της Πικροδάφνης είναι το μοναδικό ποτάμι εντός του κεντρικού ιστού της πόλης μας που ρέει από την από τις ορεινές πηγές μέχρι και τις θαλάσσιες εκβολές του χωρίς εγκλωβισμούς και επικαλύψεις, διατηρώντας σε αρκετά μέρη, σημεία σπάνιας βιοποικιλότητας και απαράμιλλης ομορφιάς. Συγκεκριμένα, είναι το μοναδικό αυτοτελές υδάτινο σύστημα εντός του Νομού Αττικής.

            Κατά μήκος του Ρέματος έχουν αναπτυχθεί βιότοποι που φιλοξενούν πολλά είδη φυτών και ζώων οι οποίοι λειτουργούν ως καταφύγιο για πολλά από τα είδη αυτά, μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον της πυκνοκατοικημένης Αθήνας, λειτουργώντας ως μεταναστευτικός σταθμός για τα αποδημητικά πουλιά και τόπος προστασίας ή αναπαραγωγής για άλλα.

            Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ποια είναι αυτά τα είδη πτηνών, θηλαστικών και ψαριών- αμφίβιων που ζουν στο Ρέμα της Πικροδάφνης μόνιμα ή ως επισκέπτες, όπως αυτά παραθέτονται στο βιβλίο “Ανακαλύπτοντας την Πικροδάφνη” που έχει εκδώσει ο Δήμος Αγίου Δημήτριου και σύμφωνα με πηγές από το διαδίκτυο, από έρευνα μαθητών του Δ2, όπου αναγράφονται τα ονόματα τους και σε όλα τα άλλα από τη μαθήτρια Φιλαρέτη Κ. Είναι χωρισμένα σε κατηγορίες για εύκολη διάκριση σε περίπτωση τοπικής μελέτης για παρατήρηση.

1.Πτηνά

Στρουθιόμορφα πτηνά και Σποροφάγα Πτηνά: Στην κατηγορία αυτή ανήκουν το Αηδόνι, ο Κότσυφας, το Σιρλοτσίχλονο, ο Κατσουλιέρης, ο Τρυποφράχτης, το Φανέτο, ο Σπίνος, η Καρδερίνα, ο Κρικομυγοχάφτης, η Ωχριστιτσίδα, ο Μαυροτσιροβάκος, ο Κοκκινολαίμης, η Γαλαζοπαπαδίτσα, ο Δεντροφυλλοσκόπος και ο Καρβουνιάρης. Τα πουλιά αυτά λόγω της τροφικής τους επιλογής (σπόροι), διψάνε περισσότερο και προσεγγίζουν το ρέμα για να ξεδιψάσουν.

 


            Το Φανέτο ή Λιναριά ονομάζεται έτσι λόγω της αγάπης που έχει για τους σπόρους που είναι η λατινική τους ονομασία (Linnet cannabina) και το Ρέμα είναι ευνοϊκός τόπος για αυτό, καθώς μπορεί τόσο να τους βρίσκει όσο και να μπορεί να κάνει φωλιές και να αναπαράγεται.Το φανέτο, ένα μικρόσωμο σε μέγεθος πουλί που το συνολικό του μήκος δεν ξεπερνά τα 14 εκατοστά. Σπάνια το συναντά κανείς μόνο του. Ζει σε κοπάδια όλο τον χειμώνα, ενώ κατά την αναπαραγωγική περίοδο μένουν πάντα σε ζευγάρια. Ανήκει στην οικογένεια των σπιζών και είναι γνωστό με τις ονομασίες Κιόρι, Σκαθάρι, Φανέτα, Φαγανέλι ενώ στην Κύπρο είναι γνωστό ως Τσακροσγάρτιλο. Είναι επιδημικό πουλί και συναντάται σε όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, την Τουρκία και την Ασία. Ζει και αναπαράγεται σε ορεινές αλλά και σε παράκτιες περιοχές. Προτιμά να φωλιάζει σε πυκνούς θάμνους με φρύγανα και ρείκια, ενώ του αρέσει να πεταρίζει σε ανοιχτά τοπία με αγκαθωτούς θάμνους και κέδρους. Περνάει περισσότερη ώρα στο έδαφος όπου και ψάχνει για την τροφή του, η οποία περιλαμβάνει μια ποικιλία σπόρων και φύτρες από άγρια χόρτα, έντομα, σκουλήκια, μελίγκρες κτλ. Ένας πολύ σημαντικός λόγος για την μεγάλη θνησιμότητα του φανέτου, είναι λόγω της αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων από τους γεωργούς για την καταπολέμηση των ζιζανίων και των αγριόχορτων που για τα φανέτα αποτελούν την κύρια τροφή τους. Πρόκειται για ένα κοινωνικό πουλί. Θα το δούμε συχνά να κάνει παρέα με σπίνους. Γενικά είναι δραστήριο πουλί, γεμάτο αστείρευτη ενέργεια. (Θοδωρής Κ.)

 

 

            Το Σιρλοτσίχλονο (cirl bunting) δεν μεταναστεύει, του αρέσει ο ήλιος, φτιάχνει φωλιές στο έδαφος μέσα σε πυκνή βλάστηση και τρέφεται με έντομα και καρπούς.

 


          Ο Τρυποφράχτης (Troglodytes troglodytes) παραπέμπει στη συνήθεια του πτηνού να κρύβεται καλά στην πυκνή βλάστηση και σε σχισμές, όταν ψάχνει για την τροφή του ή για να κουρνιάσει. Τροφή του αποτελούν κυρίως τα έντομα και το κλίμα της χώρας μας γενικά αλλά και τα χαρακτηριστικά του Ρέματος γενικότερα, τον κάνουν μόνιμο κάτοικο της περιοχής. Ο τρυποφράχτης ή τρωγλοδύτης είναι το μικρότερο καστανοπό  πουλί της Ευρώπης, μεγέθους  11 εκατοστών και το βάρος του δεν ξεπερνά τα 9 γραμμάρια. Το χρώμα του φτερώματος του είναι ίδιο και για τα δύο φύλα. Είναι καστανοκόκκινος στο κεφάλι, καστανόλευκος στο στήθος και στην κοιλιά με διάχυτες γραμμώσεις. Το ράμφος του είναι μακρή μυτερό και ελαφρός κυρτό. Πάνω από τα μαύρα χάντρινα μάτια του διακρίνετε ένα ανοιχτώχρομο μπέζ  φρύδι. Ο τρυποφράχτης είναι ενδημικό πουλί για την χώρα μας. Τους Ανοιξιάτικους και Καλοκαιρινούς μήνες προτιμά τα δροσερά δάση της πικνές θαμνώδεις εκτάσεις και ρεματιές. Ενώ τον Χειμώνα εξαπλώνεται σε πάρκα, βάτα και αγριοκτύματα. Είναι παμφάγο και ακούραστος Τραγουδιστής. Τον  ακούμε όλη τη διάρκεια του έτους. Και κυρίως τις βραδινές ώρες.(Ελευθερία Σ.)


 


 

            Τα Αηδόνια (Luscinia megarhynchos) εμφανίζονται σε λίγα μέρη στην Αττική και ένα από αυτά είναι η περιοχή του Ρέματος, χαρίζοντας τις υπέροχες μελωδίες τους ωστόσο δεν είναι εύκολο να τα εντοπίσουμε.

 


          

Ο Μαυροτσιροβάκος (Sylvia melanocephala) είναι κοινό είδος που συναντάμε σε μέρη με θάμνους σε όλους το μήκος του Ρέματος.

  


 

            Η Ωχροστριτσίδα (Sylvia melanocephala) είναι ένα πτηνό μικρού μεγέθους που τρέφεται με έντομα και ζει στις όχθες του Ρέματος και ιδιαίτερα όπου υπάρχει πυκνή βλάστηση.

 

 


 Στο ρέμα της Πικροδάφνης θα συναντήσουμε και τον Κότσυφα (Turdus merula), ένα είδος πουλιού της τάξης στρουθιόμορφα, που κάνει τις φωλιές του σε κήπους, αλσύλια, δεντροστοιχίες, ακόμα και σε λιγοστή πρασινάδα που βρίσκει σε ακάλυπτους χώρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ο αρσενικός κότσυφας είναι ολόμαυρος με εξαίρεση το κίτρινο ράμφος του και το κίτρινο δαχτυλίδι γύρω από τα μάτια. Το ενήλικο θηλυκό κοτσύφι είναι σκούρο καφέ. Μπορεί να γεννήσει έως και 5 φορές τον χρόνο. Είναι παμφάγος. Τρώει έντομα, γεωσκώληκες, καρπούς και φρούτα. Έχει μήκος 23-29 εκατοστά, μακριά ουρά και ζυγίζει 80-120 γραμμάρια.

       Ο Κότσυφας (Turdus merula)  τρέφεται με έντομα και καρπούς και θεωρείται κοινωνικό πτηνό, καθότι μπορεί να ζει ακόμα και μέσα στον ιστό της πόλης με προτίμηση στα ζεστά κλίματα.(Αντώνης Λ.)

 


         Ο Κατσουλιέρης (Galerida cristata) είναι μικρό πουλί που δεν μετακινείται εύκολα, ιδίως αν βρίσκεται σε ζεστό περιβάλλον, είναι καθιστικό και μέσα στη μεγάλη ποικιλία των τόπων που αρέσκεται να ζει είναι και μέρη που ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά του Ρέματος της Πικροδάφνης, με λάσπη, υγρασία, απομόνωση, μέσα στα οποία ανακαλύπτει καρπούς και έντομα για να τραφεί. Λόγω χρώματος γίνεται δύσκολα ορατός.


 


 

 

 

 

 

            Ο Σπίνος (Fringillidae) είναι πτηνό που τρέφεται με σπόρους και έντομα και γι αυτό το λόγο θεωρείται χρήσιμο πολύ πέρα από τη μελωδική του φωνή. Η βλάστηση του Ρέματος το βοηθά να κρύβεται από τους εχθρούς του.

 

 

 


 

 

 

 

            Η Γαλαζοπαπαδίτσα (Cyanistes caeruleus – δηλαδή αυτός που έχει το κυανό χρώμα του ουρανού) είναι πτηνό που δεν μεταναστεύει εύκολα και παρότι θεωρείται δασικό μπορεί πολύ εύκολα, ιδιαίτερα το χειμώνα, να το συναντήσουμε σε καλαμιώνες, σε έλη και σε αστικές περιοχές με βλάστηση όπως το Ρέμα, καθώς βρίσκει εύκολα τους σπόρους για τροφή.

 

 

 

 


 

 

 

 

 

           

            Ο Δεντροφυλλοσκόπος (Phylloscopus collybita ή chiffchaff λόγω του επαναλαμβανόμενου τραγουδιού του το οποίο το χρησιμοποιεί για να προσελκύσει το ταίρι του) είναι ένα μεταναστευτικό πουλί που χτίζει φωλιές κοντά στο έδαφος με ιδιαίτερη προτίμηση σε μέρη με νερά και τρέφεται κυρίως με έντομα. Παρόλο που το περιβάλλον που διαμόρφωσε ο άνθρωπος μέσα στις πόλεις και τα χωριά διαφέρει πολύ από το φυσικό, δεν είναι λίγα τα πουλιά που κατάφεραν να ζουν σε αυτό, όπως ο φυλλοσκόπος.

Όλοι οι φυλλοακόποι είναι μικρά λαδοπράσινα πουλάκια που τριγυρνούν ασταμάτητα στις φυλλωσιές δέντρων και θάμνων. Πολύ μικρό σε μέγεθος, 9 με 12 εκατοστά και με άνοιγμα φτερών από 18 έως 19 εκατοστά, μικρότερο και από σπουργίτι. Η ουρά έχει 12 φτερά και στο τέλος είναι ίσια. Γεννούν αναλόγως του είδους από τρία μέχρι έξι άσπρα στικτά αβγά. Θεωρούνται πολύ ωφέλιμα πουλιά καθώς πολύ μεγάλο μέρος των εντόμων που καταναλώνουν είναι πολύ βλαβερά για τη γεωργία, όπως οι αφίδες και κάμπιες σκώρων. Ο Δεντροφυλλοσκόπος είναι ο μοναδικός που θα δούμε τακτικά τον χειμώνα στην Ελλάδα. Τον ονομάζουν και "Σουϊτάκι" λόγω της φωνής του που ακούγεται σαν "σου - ιτ".(Φαίη Μ.)

 

 


 

 

 

 

 

 

            Ο Κοκκινολαίμης (Erithacus rubecula) θεωρείται ωδικό πουλί με πολύ ωραίο κελάηδισμα. Αν και γενικά δεν μεταναστεύει ιδιαίτερα, σε μερικές περιπτώσεις το κάνει ακόμα και για να μετακινηθεί τοπικά σε χαμηλότερα υψόμετρα και γι΄ αυτό το συναντάμε σε κήπους και πάρκα των πόλεων. Τρέφεται κυρίως με έντομα.

 

 

 

 


 

            Ο Καρβουνιάρης (Phoenicurus ochruros – φοίνιξ + ουρά «αυτός που έχει πορφυρή ουρά»)  ζει κυρίως σε λόφους με πέτρες ή βράχια, κήπους, πεδινές, δασικές και θαμνώδεις εκτάσεις και όχθες ποταμών. Χαρακτηριστικό του είναι πως μπορεί να κυνηγήσει την τροφή του, η οποία είναι έντομα ή σπόροι, και το κάνει πετώντας εντοπίζοντας τον στόχο μέχρι και 10 μέτρα μακριά ενώ μπορεί το ίδιο αποτελεσματικά να το επιτυγχάνει με το γρήγορο περπάτημά του.

 

 

 


            Ο Κρικομυγοχάφτης (Ficedula albicollis) είναι πουλί φυλλοβόλων δασών, πάρκων και κήπων, με προτίμηση στα παλιά δέντρα με κοιλότητες στις οποίες φωλιάζει και αρέσκεται να τρώει κάμπιες, έντομα, μούρα και σύκα.


 

 

 


             Η Καρδερίνα (Carduelis) με το χαρακτηριστικό κελάηδισμα, είναι αποδημητικό πουλί και το φθινόπωρο μεταναστεύει σε τόπους με πιο γλυκό κλίμα. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με σπόρους αγκαθιών και με σκουλήκια. Αξιοσημείωτη είναι η αλληλεγγύη και η αγάπη που τρέφουν τα πουλιά αυτά μεταξύ τους, ενώ είναι πολύ στοργικό απέναντι στα μικρά του. Ζει κυρίως σε αγρούς και κήπους.

 

Πουλιά Καλαμιώνων: Κιστικόλη, Τσιχλοποταμίδα, Μικροτσικνιάς, Νεροκοτσέλα. Κατηγορία πουλιών που ζουν συνήθως στο μέσο του Ρέματος λόγω της πυκνής βλάστησης (καλαμιές) που αναπτύσσεται εκεί και τα βοηθάει στην εύρεση τροφής και στην προστασία τους.

 

            Η Κιστικόλη (Cisticola juncidis) είναι ένα πολύ μικρό εντομοφάγο πουλί. Δημιουργεί φωλιά με δέσιμο ζωντανών και μαλακών φύλλων ή από ιστούς αράχνης και γρασίδι με ένα κουβούκλιο σαν σκεπή για κάλυψη. Το Ρέμα μας, προσφέρεται για να βρει αυτά τα υλικά.


 


  

            Ο Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus-Ιξόβρυχος ο μικρός) είναι ένας μοναχικός μικρός ερωδιός αρκετά κοινός αλλά δύσκολο να παρατηρηθεί καθώς είναι αρκετά αθόρυβος και είναι σπάνιο να ακουστεί η φωνή του, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας μένει κρυμμένος στις πυκνές καλαμιές που τον κάνουν ιδιαίτερα δύσκολο στον εντοπισμό. Του αρέσουν οι περιοχές που έχουν γλυκά νερά με μικρό βάθος και καλάμια, όπου βρίσκει την τροφή του η οποία αποτελείται από ψάρια, έντομα και αμφίβια.


 

 


 

Παρυδάτια Πτηνά: Ακτίτης, Μαυρότρυγγας, Λευκοτσικνιάς, Σταχτοτσικνιάς, Θαλασσοσφυριχτής, Τουρλίδα, Δρεπανοσκαρλίδα, Νυχτοκόρακας, Καλαμοκανάς, Χαλκόκοτα. Κατηγορία πουλιών που είναι ως επί το πλείστον αποδημητικά, με μακρύ και ποικιλόμορφο ράμφος που ζουν κοντά στις όχθες του Ρέματος.

                    Ο Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta) είναι ένα είδος ερωδιού τα φτερά του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν ως διακοσμητικά. Είναι αποδημητικό πτηνό και στη χώρα μας εμφανίζεται από το Μάρτιο ως το Δεκέμβριο αναζητώντας υγρά μέρη με καλαμιές, ποτάμια και ρέματα με βλάστηση, αναζητώντας την τροφή του η οποία περιλαμβάνει έντομα, αμφίβια, ψάρια και μικρά ερπετά. Θα τον συναντήσεις στις εκβολές του Ρέματος να κάθεται ακίνητος ή να ανακατεύει τη λάσπη στο νερό προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιο ψάρι.


 


            Η διαφορά του Σταχτοτσικνιά (Ardea cinerea cinerea) με τον συγγενή του Λευκοτσικνιά, είναι πως στη χώρα μας εμφανίζεται ως μόνιμος πληθυσμός και όχι μεταναστευτικός και τον συναντάμε κυρίως στις όχθες των ποταμών και των ρεμάτων. Τρέφεται με ψάρια, μικρούς βατράχους ή και με χέλια.

 

 


        

 

 

Ο Θαλασσοσφυριχτής (Charadrius alexandrinus) είναι πτηνό που ζει σε χαμηλούς, ανοιχτούς και υγρούς χώρους φωλιάσματος μακριά από την πυκνή βλάστηση και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Αναπτύσσει μεγάλους πληθυσμούς όταν βρίσκεται σε προστατευμένους υγροβιότοπους ενώ αντίστροφα κινδυνεύει από την ανθρώπινη παρουσία. Τρέφεται με έντομα και μικροοργανισμούς θαλάσσιους ή μη, τους οποίους πιάνει ραμφίζοντας καθώς η όραση του είναι ευαίσθητη.

 

 


 

 

 

 

 

            Η Τουρλίδα (Numenius arquata) πήρε την ονομασία του λόγω του τοξωτού του ράμφους και είναι μεταναστευτικό είδος. Το ράμφος του είναι πολύ μεγάλο (3 φορές το μήκος του κεφαλιού του) και το οποίο αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για να τραφεί με όστρακα, μαλάκια και καβούρια πέρα από τα έντομα. Ζει σε υγροβιότοπους με βλάστηση την οποία χρησιμοποιεί για να κρύψει τη φωλιά του.

 

 

 


 

 

 

 

 

            Η Δρεπανοσκαλίδρα (Calidris ferruginea- πιθανότατα σημαίνει σκάβω στο νερό) είναι αποδημητικό πουλί που ζει σε υδροβιότοπους. Τρέφεται με όλους τους ζωικούς οργανισμούς που ζουν στο νερό παίρνοντας βοήθεια από το ισχυρό ράμφος της, ενώ βουτάει αρκετά και το κεφάλι μέσα στο νερό. Το Ρέμα μας αποτελεί ευνοϊκό μέρος γι΄ αυτήν.


 

 


 

 

           

 

Ο Νυχτοκόρακας (Nycticorax) ανήκει στην οικογένεια των ερωδιών και είναι ο μοναδικός νυχτόβιος ερωδιός, γι΄ αυτό είναι δύσκολα ορατός. Του αρέσουν οι περιοχές που έχουν γλυκά νερά με μικρό βάθος και πλούσια βλάστηση στις όχθες. Στην Ελλάδα έρχεται μόνο το καλοκαίρι και ζει σε ποτάμια και ρέματα.

 

 

 


 

 

 

 

 

            Ο Καλομακανάς (Himantopus) είναι αποδημητικό πουλί που έρχεται τα καλοκαίρια για αναπαραγωγή και μεταναστεύει τους χειμερινούς μήνες στα νότια. Είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά λόγω το ιδιαίτερου σώματος και ράμφους του και στην Ελλάδα ζει και αναπαράγεται σε βάλτους ή ρέματα με γλυκό ή υφάλμυρο νερό και χαμηλή βλάστηση. Άνηκε στα απειλούμενα είδη, η προστασία των υδροβιότοπων ωστόσο, οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού του. Τρέφεται με έντομα.

 


 

 

 

 

 

 

 

            Η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus) είναι μεταναστευτικό είδος που προτιμά τα θερμά μέρη και στην Ελλάδα έρχεται στα μέσα του Απρίλη. Σχηματίζει μικρές αποικίες φωλιάζοντας σε πυκνούς καλαμιώνες με δέντρα και βλάστηση  και ζει συνήθως παρέα με τους ερωδιούς. Αποτελεί ένα σπάνιο και απειλούμενο είδος πουλιού.

 

 

 


 

 

 

Θαλασσοπούλια: Γλάροι, Γλαρόνια, Αρτέμηδες, Κορμοράνοι, Ασημόγλαρος και ο Καστανοκέφαλος Γλάρος συναντιούνται στο τμήμα της θάλασσας κοντά στις εκβολές του Ρέματος για να βρουν ψάρια με τους δύο τελευταίους ωστόσο να πετούν και σε πιο κεντρικά σημεία του Ρέματος.

 

            Ο Γλάρος (Laridae) έχει την ικανότητα να επιπλέει πάνω στο νερό, να κολυμπά και να κινείται γρήγορα στο έδαφος με την ίδια ευκολία . Έχει αρκετή αντοχή στο πέταγμα του, καθώς πετάει αντίθετα στον άνεμο χωρίς όμως να είναι αρκετά γρήγορος.  Ζει συνήθως σε πολυάριθμες ομάδες κοντά στις θαλάσσιες ακτές, γιατί εκεί μπορεί να βρει πιο εύκολα τροφή.

  

 

 


 

 

 

 

            Το Γλαρόνι (Sternula albifrons - μικρό στέρνο με λευκό μέτωπο) είναι ένα μεταναστευτικό πτηνό που τρέφεται όπως και ο γλάρος με ψάρια, κάνοντας βουτιές. Αποτελεί μέρος της Συμφωνίας για τη διατήρηση των μεταναστευτικών υδρόβιων πτηνών Αφρικής-Ευρασίας.


 

 


 

 

 

 

 

            Οι Αρτέμηδες (Calonectris diomedea – καλή + νηκτρίς = κολυμβήτρια) είναι μεταναστευτικό πτηνό υπερπόντιων αποστάσεων που συναντάμε συχνά στον ελλαδικό χώρο σαφή. Είναι το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας που ανήκει. Διαθέτει ιδιαίτερες ικανότητες να προσαρμόζεται στα θαλάσσια οικοσυστήματα αφού μπορεί να καταδύεται για τη σύλληψη της λείας του μέχρι και σε βάθος 15 μέτρων. Είναι ημερόβιο και γενικότερα «σιωπηλό» είδος, αλλά κατά την παραμονή του στην ξηρά και στα αναπαραγωγικά εδάφη, είναι νυκτόβιο και εξαιρετικά θορυβώδες.


 

 


 

 

           

 

 

Ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo) ζει συνήθως κοντά στη θάλασσα, σε λιμνοθάλασσες και ποτάμια. Το χειμώνα αποδημεί προς το Νότο κατά μήκος των ακτών. Στην Ελλάδα μπορούμε να τον συναντήσουμε το Χειμώνα καθώς έρχεται από τα Βόρεια και ο Σαρωνικός κόλπος είναι από τα αγαπημένα του μέρη. Συχνά τον βλέπουμε να κάθεται σε στύλους και βράχια κοντά στη θάλασσα ή σε λίμνες και ποτάμια με ανοιχτές τις φτερούγες για να τις στεγνώσει. Άριστος κολυμβητής και καλός ψαράς. Φτιάχνει τη φωλιά του από φύκια μέσα σε δέντρα ή βράχια.


 

 


 

 

 

 

 

 

            Ο Ασημόγλαρος (Larus argentatus) είναι ο πιο διαδεδομένος γλάρος στη χώρα μας και αυτός που βλέπουμε συχνότερα. Αυτό οφείλεται στην έντονη προσαρμοστικότητα στο ανθρώπινο περιβάλλον και στη ζωή της πόλης.


 

 


 

 

 

 

 

 

            Ο Καστανοκέφαλος Γλάρος (Chroicocephalus ridibundus) είναι μεταναστευτικό πτηνό που τρέφεται με έντομα, ψάρια, σπόρους, σκουλήκια, θραύσματα και σαρκώματα σε πόλεις. Είναι ένα θορυβώδες είδος, ειδικά σε αποικίες, με χαρακτηριστική φωνή. Το επιστημονικό του όνομα σημαίνει γλάρος γέλιου.


 

 


 

 

 

 

 

Υδρόβια Πουλιά: Τα Βουτηχτάρια (Podiceps nigricollis) είναι πουλιά που μοιάζουν με πάπιες και τρέφονται βουτώντας το κεφάλι στο νερό. Είναι ικανοί κολυμβητές, ενώ αντίθετα, πετούν με δυσκολία γιατί διαθέτουν κοντές φτερούγες και στο έδαφος είναι ιδιαίτερα δυσκίνητα επειδή τα πόδια τους είναι τοποθετημένα πολύ πίσω σε σχέση με το μήκος του σώματός τους. Τρέφονται με καρκινοειδή, ψάρια, υδρόβια έντομα και φυτά και κατασκευάζουν φωλιές που επιπλέουν στο νερό. Θεωρείται από τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος και εντάσσεται σε διεθνείς συμβάσεις για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.


 

 

 


 

 

 

Εδαφόβια Πτηνά: Σουσουράδες. Στο Ρέμα ζουν τρία είδη (Λευκοσουσουράδες, Σταχτοσουσουράδες, Κιτρινοσουσουράδες) που κάνουν φωλιές και ζουν κοντά στο νερό, ψάχνοντας για έντομα και προτιμούν να περπατάνε κουνώντας ασταμάτητα την ουρά τους. Είναι χαρακτηριστικά εδαφόβια πουλιά και μάλιστα προτιμούν να κινούνται τρέχοντας παρά πετώντας. Είναι λεπτεπίλεπτες, αεικίνητες και έχουν πολύ μακριά ουρά που την κινούν πάνω κάτω ασταμάτητα. Αν και φωλιάζουν κοντά σε νερό, σε όχθες ποταμών και λιμνών, το χειμώνα εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς στις πόλεις. Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά είδη στο κέντρο της Αθήνας και θα τις δούμε σε πεζοδρόμια, πάρκα, παρτέρια με γρασίδι κ.α. να ψάχνουν για έντομα. (Ξένια Σ.)

            Η Λευκοσουσουράδα (Motacilla – αυτός που κινεί το πίσω μέρος του) αν και σε γενικά θεωρείται αποδημητικό που ψάχνει ζεστά μέρη, στη χώρα μας αναπτύσσεται ως μόνιμος κάτοικος. Ζει σε ποτάμια, ρυάκια, αγρούς και λιβάδια, κήπους, ακόμη μέσα στις πόλεις ιδιαίτερα κατά την διάρκεια του χειμώνα καθώς έχει προσαρμοστεί πλήρως στις συνθήκες της πόλης. Τρέφεται με τροφή που βρίσκει στο έδαφος αλλά και στον αέρα.


 

 


 

 

 

 

 

Η Κιτρινοσουσουράδα (Motacilla flava) όπως και η Λευκοσουσουράδα προηγουμένως, συχνάζει σε μέρη κοντά σε νερό, με χαμηλή βλάστηση (ιδιαίτερα αλμυρίκια), όπως υγρά λιβάδια και έλη. Φτιάχνει τη φωλιά της κοντά σε ακτές και είναι ένα πολύχρωμο και σύνηθες για τον ελλαδικό χώρο πτηνό, παρότι είναι μεταναστευτικό.

 


 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

           

            Η Σταχτοσουσουράδα (Motacilla Cinerea), είναι επιδημητικό είδος που εντοπίζεται
συχνά σε περιοχές γύρω από λίμνες και ρέματα καθώς της αρέσει να κάνει φωλιές και να ζει σε πέτρες και τρεχούμενα νερά. Παρατηρείται συνήθως μόνη της ή σε ζευγάρι, κινούμενη γρήγορα κατά μήκος της όχθης των ρεμάτων ή της λίμνης, ψάχνοντας για έντομα και ασπόνδυλα.

 

Κορακιόμορφα: Αλκυώνη, Μελισσοφάγος, Τσαλαπετεινός

            Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην Αλκυώνη ή Ψαροπούλι (Alcedo atthis), ένα πολύχρωμο και μικρόσωμο αποδημητικό πουλί το οποίο αν και συναντάται συχνά στο Ρέμα, συνήθως σε κλαδιά και καλαμιές, εν τούτοις είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό καθώς κάθεται ακίνητο παραμονεύοντας τη λεία της (μικρά ψάρια και γυρίνους) την οποία βουτάει κάθετα σχεδόν για να την πιάσει. Εμφανίζεται κυρίως το χειμώνα στο μέσο ή στο κάτω μέρος του Ρέματος. Χαρακτηρίζεται ως άγριο και δύσπιστο πτηνό. Στην Ελλάδα φθάνει περίπου περί τα τέλη του καλοκαιριού με αρχές Σεπτεμβρίου και αναχωρεί περί τα τέλη Μαρτίου. Τα τελευταία χρόνια όλο και λιγότερα πτηνά αναπαράγονται με αποτέλεσμα την ανάγκη προστασίας του είδους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, επειδή οι αλκυόνες γεννούν τα αυγά τους τον Ιανουάριο σε φωλιές μέσα στους βράχους, ο Δίας επέτρεψε στον ήλιο να λάμπει δυνατά και να ζεσταίνει τις αλκυόνες μέχρι να επωαστούν τα αυγά τους. Οι ζεστές αυτές μέρες του Ιανουαρίου ονομάστηκαν για αυτό τον λόγο αλκυονίδες μέρες. Η πολύχρωμη και μικροσκοπική Αλκυόνα που κάθεται σε κάποιο καλάμι ή σε κάποιο κλαδί, είναι μια χαρακτηριστική σιλουέτα στις όχθες του ρέματος της Πικροδάφνης. Παρατηρείτε ιδιαίτερα τον Χειμώνα, σε πολλά σημεία στον κάτω και στον μέσο ρου του ρέματος. Παρά τα εντυπωσιακά χρώματα τις, η Αλκυόνα συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστεί, καθώς παραμονεύει ακίνητη για Γυρίνους ή μικρά ψάρια, τα οποία τα πιάνει με ταχύτητες και σχεδόν κατακόρυφες βουτιές. Κάποιες φορές θα τη δείτε να φτεροκοπά επί τόπου πάνω από το νερό προσπαθώντας να εντοπίσει τη λεία της.

(Ξένια Σ.)

            Ο Μελισσοφάγος (Merops apiaster) είναι μικρόσωμο πουλί με πλούσια και φανταχτερά χρώματα, που συναντάται αρκετά στην χώρα μας καθώς προτιμά τα ζεστά μέρη και τρέφεται όπως λέει και το όνομα του με έντομα και μέλισσες. Το κεντρί συνήθως το αφαιρούν τρίβοντας το έντομο στο χώμα, αλλά πολλές φορές το καταπίνουν και μερικές φορές τσιμπιούνται από τα έντομα που τρώνε


 


            Ο Τσαλαπετεινός (Upupa epops - κόκορας των θάμνων) αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες «φιγούρες» της ελληνικής ορνιθοπανίδας ωστόσο η ιδιαιτερότητα του αυτή του έχει κοστίσει, καθώς θεωρείται απειλούμενο είδος. Είναι μεταναστευτικό πτηνό και στα μέρη μας έρχεται την άνοιξη για να αναπαραχθεί. Τον συναντάμε σε άλση, κήπους, αγρούς, ελαιώνες, αμπελώνες, κήπους με δένδρα, λιβάδια και δασωμένες περιοχές ή αστικές περιοχές με πάρκα, ωστόσο για τη φωλιά του επιλέγει κλειστά μέρη ή βράχια για προστασία. Τρέφεται με έντομα.

 



Κορακοειδή: Καρακάξες, Κουρούνες. Τα πτηνά αυτά λόγω υψηλής νοημοσύνης μπορούν να προσαρμόζονται εύκολα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και να συμβιώνουν με τους ανθρώπους.

            Η Καρακάξα (Pica pica) συναντάται κατά μήκος όλου του Ρέματος και είναι από τα ευφυέστερα πτηνά. Οι Καρακάξες ζουν σε ποικίλα οικοσυστήματα είτε με θάμνους, μεμονωμένα δέντρα και χαμηλή βλάστηση, είτε στις άκρες του δάσους, είτε κοντά σε νερά και σε βάλτους με καλαμιές, αλλά και σε στις παρυφές χωριών, σε πόλεις και σε υγρές περιοχές. Γενικά επιδιώκουν να ζουν σε μέρη που είναι αισθητή η ανθρώπινη παρουσία, γι΄ αυτό και θα τις δούμε ακόμα και σε κεντρικούς δρόμους. Είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα, σκαθάρια, σαλιγκάρια και μικρά σπονδυλόζωα (βατράχους, τρωκτικά) μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών.


 


             Η Κουρούνα (Corvus cornix) συναντάται κυρίως στο νότιο μέρος του Ρέματος και κοντά στη θάλασσα όπου φτιάχνει τη φωλιά της. Όπως και η Καρακάξα είναι ένα πανέξυπνο πτηνό και το αποδεικνύει με τον τρόπο που κυνηγά και λαμβάνει την τροφή της. Κλέβει δολώματα από πετονιές, αβγά άλλων πουλιών, ενώ τα οστρακοειδή τα ρίχνει από μεγάλο ύψος για να σπάσει το κέλυφος τους



 Ημερόβια Αρπακτικά: Γερακίνα, Πετρίτης, Βραχοκιρκίνεζο

            Η Γερακίνα (Buteo buteo) αποτελεί ένα από τα πιο κοινά αρπακτικά πτηνά. Είναι μόνιμος κάτοικος στη χώρα μας και κατοικεί κυρίως σε μικρά δάση με παρακείμενα ανοικτά τοπία όπως λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες, για να μπορεί να αναζητά την τροφή της. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να βρεθεί σε υγρότοπους και βαλτώδεις περιοχές. Συχνά, γερακίνες μπορεί να παρατηρηθούν να κάθονται σε στύλους, κατά μήκος των εθνικών οδών, απ’ όπου εποπτεύουν το χώρο. Η κύρια τροφή της είναι τα μικρά θηλαστικά, κυρίως ποντίκια. Συλλαμβάνει επίσης πουλιά, ως επί το πλείστον μικρού μεγέθους, ερπετά (όπως σαύρες), σκουλήκια, νερόφιδα και αμφίβια, όπως βάτραχους και φρύνους.

 



             Ο Πετρίτης (Falco peregrinus) είναι είδος Γερακιού που συναντάμε συχνά στη χώρα μας.  Θεωρείται από τους ερευνητές, το ταχύτερο ιπτάμενος πτηνό στην υφήλιο - στις κάθετες εφορμήσεις. Στην Ελλάδα, ο Πετρίτης ζει ως επί το πλείστον κατά μήκος οροσειρών, σε κοιλάδες ποταμών, σε ακτές, σε έλη, σε ανοιχτές εκτάσεις, αρκεί όλοι αυτοί οι οικότοποι να γειτνιάζουν με βράχια, στα οποία φτιάχνει τη φωλιά του. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι πετρίτες απομακρύνονται από τις βραχώδεις περιοχές και μπορεί να παρατηρηθούν στα ηπειρωτικά, σε παράκτια πεδινά και υγροτόπους, όπου αναζητούν θηράματα. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μεσαίου μεγέθους πτηνά.

 

            Το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) είναι επιδημητικό πτηνό και στη χώρα μας το συναντάμε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους σε αραιά δάση, ακτές και λιγότερο σε χωριά και πόλεις, ωστόσο προσαρμόζονται εύκολα στην ανθρώπινη παρουσία. Ζει σε ευρεία γκάμα οικοτόπων, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα ορεινά. Φωλιάζει σε απότομες πλαγιές, φαράγγια, παλαιά λατομεία, κτήρια, μπορεί ακόμη και να βρεθεί σε υγρότοπους, χερσότοπους και άγονα μέρη.


 


 

Νυχτόβια Αρπακτικά Πτηνά: Κουκουβάγια, Τυτώ, Γκιώνης

            Η Κουκουβάγια ή Γλαύκα (Strigidae Tytonidae) είναι κοινό είδος του τόπου μας και τη συναντάμε κυρίως σε ανοιχτές περιοχές με διάσπαρτα δέντρα και καλλιέργειες καθώς και σε βραχώδεις περιοχές. Μπορούμε ακόμα να τη δούμε να συχνάζει και μέσα σε πόλεις και χωριά. Λόγω του μεγάλου ανοίγματος πτερύγων που διαθέτουν και του μαλακού και πυκνού πτερώματός τους, επιτυγχάνουν μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση κάτι που τις βοηθάει να προστατευτούν αλλά και να κυνηγούν καλύτερα. Έχουν απίστευτη όραση μέσα στο σκοτάδι και μπορούν να αντιληφθούν από πολύ μακριά ακόμα και μία ανεπαίσθητη κίνση. Οι Κουκουβάγιες ωφελούν σημαντικά τον άνθρωπο καθώς τρέφονται κυρίως με τρωκτικά, με μεγάλα έντομα και ακρίδες που είναι επιβλαβή για τη γεωργία, με σαύρες, αμφίβια, μικρά πούλια και νεαρά φίδια. Συνήθως καταπίνουν ολόκληρο το θήραμά τους και μετά από τη χώνεψη αποβάλλουν από το στόμα μια μικρή μπάλα, η οποία ονομάζεται pellet και αποτελείται από το τρίχωμα και τα κόκκαλα των θηραμάτων τους. Στην Ελλάδα την ονομάζουν και Αθηνά όπου θεωρείτο κατά την αρχαιότητα το πουλί της σοφίας. Η πρώτη λέξη του επιστημονικού της ονόματος Athene προέρχεται ακριβώς από τη θεά Αθηνά. Αναπαράγεται σε χαλάσματα, τρύπες στο έδαφος, όχθες ποταμών, σε γκρεμούς, κουφάλες δέντρων ακόμα και μέσα σε σωρούς από πέτρες.



 

Η Τυτώ (Tyto alba) δεν είναι κουκουβάγια με την αυστηρή έννοια και παρότι μοιάζουν και έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά ανήκουν σε διαφορετική οικογένεια. Είναι επιδημητικό πτηνό αλλά κάνει αποστάσεις αρκετών χιλιομέτρων για να αλλάξει μέρος και ως εκ τούτου ενώ στη χώρα μας φωλιάζει στη βόρεια και κεντρική χώρα, τη συναντάμε και ως μεταναστευτική και χειμερινή επισκέπτρια στα υπόλοιπα ηπειρωτικά. Ζει κοντά σε αγρούς και άλλες ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, αγροικίες και παλαιά κτήρια. Έχει εξαιρετικά οξεία ακοή, στην οποία συμβάλλει ο επίπεδος δίσκος του προσώπου της, ο οποίος λειτουργεί σαν δορυφορικό πιάτο, λαμβάνοντας σήματα από την κατεύθυνση που το στρέφει ενώ, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως ασπίδα για άλλους, αδιάφορους ήχους. Τα αυτιά της είναι τοποθετημένα ασυμμετρικά στο κεφάλι, και της δίνουν «στερεοφωνική» αντίληψη της πηγής και της απόστασης των ήχων, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι δεν χρειάζεται καθόλου να βλέπει, κυνηγώντας άνετα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.


 


             Ο Γκιώνης (Otus scops - Ώτος ο σκωψ δλδ ο αφτιάς με το σκωπτικό βλέμμα) είναι ένα από τα μικρότερα είδη της οικογένειας των Γλαύκων. Του αρέσει πολύ η ζέστη και φωλιάζει σε τρύπες και κοιλότητες δένδρων ή εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πουλιών. Ζει και αναπαράγεται σε ανοιχτά δάση, οικισμούς, πάρκα, κοντά σε κατοικημένες περιοχές, φυτείες, κήπους κ.τ.λ. Τρέφεται κυρίως με έντομα, αλλά πολλές φορές θηρεύει και μικρά ερπετά και μικρά θηλαστικά.

 


Σπουργίτι: Είναι κοινωνικό πουλί αν και είναι δύσκολο να διατηρηθεί ως κατοικίδιο. Συχνά αποικεί για λόγους αναπαραγωγής και φτιάχνει φωλιές που τις χαρακτηρίζει η προχειρότητα. Συνήθως φωλιάζει σε κοιλότητες, δέντρα ή θάμνους. Το συναντάμε στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο και τρέφεται κατά βάση με σπόρους και μικρά έντομα. Το σπουργίτι θεωρείται δείκτης βιοποικιλότητας στο περιβάλλον μας και η μείωση του πληθυσμού είναι ανησυχητική. Σ' αυτό έχει συντελέσει η αύξηση της γεωργίας και η αστικοποίηση του περιβάλλοντος περιορίζοντας σημαντικά τα μέρη εύρεσης τροφής και καταφυγίου για τα πουλιά αυτά. Αυτά τα στοιχεία οδηγούν σε πρωτοβουλίες όπως η θέσπιση της Παγκόσμιας Ημέρας του Σπουργιτιού στις 20 Μαρτίου, που έχει ως σκοπό την αφύπνιση του κόσμου σχετικά με το πρόβλημα. Βελτιώνοντας τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες δεν απομακρύνεται μόνο ο φόβος αφανισμού των σπουργιτιών και άλλων ειδών του ζωικού βασιλείου, αλλά βελτιώνεται κατ' επέκταση και η ποιότητα ζωής μας. Στο Ρέμα μας συναντάμε 3 είδη σπουργιτιών (Σπιτοσπουργίτι, Χωραφοσπουργίτι, Δεντροσπουργίτι).

 

Ο σπιτοσπουργίτης (Passer domesticus)

 

 


 

Χωραφοσπουργίτι ( Passer hispaniolensis )

 


 Δεντροσπουργίτι (Passer montanus)



 Χελιδόνια: Σπιτοχελίδονα και Σαχτάρες

            Τα Σπιτοχελίδονα με το χαρακτηριστικό μαύρο πάνω στο κεφάλι και ένα άσπρο σημάδι στη βάση της ουράς του, είναι το πιο κοινό χελιδόνι που συναντάμε στις πόλεις. Χτίζουν τις φωλιές τους σε βράχια κοντά στην θάλασσα αλλά και σε ψηλά βουνά. Είναι μεταναστευτικό πουλί που γυρίζει κάθε χρόνο στην ίδια φωλιά. Η παρουσία τους για τους ανθρώπους είναι ευεργετική καθώς τρέφονται αποκλειστικά με ενοχλητικά έντομα. Ταΐζουν τους νεοσσούς τους με ολόκληρους σβόλους εντόμων. Κάθε σβόλος μπορεί να περιέχει μέχρι και 50 έως 100 ή ακόμη και περισσότερα μικρά έντομα !!!

 



             Η Σαχτάρα αν και συγχέεται με τα Χελιδόνια εν τούτοις δεν συγγενεύει μεταξύ τους. Είναι πιο μεγαλόσωμη, με χαρακτηριστικά φτερά που μοιάζουν με δρεπάνι. Τη συναντάμε συχνά στο Ρέμα. Τον περισσότερο χρόνο της ζωής της τον περνάει πετώντας. Τρώει, ζευγαρώνει και κοιμάται στον αέρα και κατεβαίνει μόνο για να φροντίσει τους νεοσσούς της. Τρέφεται με έντομα.

 



            Οι  Δεκαοχτούρες (Streptopelia decaocto – δακτύλιος + περιστέρι + δεκαοχτώ) ανήκουν στην οικογένεια των Περιστερίδων και είναι πτηνά που δεν μεταναστεύουν, αλλά ζουν κυρίως σε πόλεις, πάρκα, κήπους ή ακόμη και στα κέντρα των πόλεων αυτών όπου βρίσκουν εύκολα την τροφή τους η οποία περιλαμβάνει σπόρους, καλαμπόκι, ηλιόσπορους, βρώμη αλλά και έντομα.

 



 

            Στο Ρέμα επίσης συναντάμε και άλλα είδη πτηνών όπως ο Πράσινος Παπαγάλος (ringneck parakeet), ο οποίος έκανε την εμφάνιση του στα μέρη αυτά τα τελευταία 20 χρόνια και συχνάζει στο μέσο και κατώτερο μέρος του Ρέματος (προς τη θάλασσα δηλαδή) και ιδιαίτερα στα σημεία που υπάρχουν ευκάλυπτοι. Είναι από τα πιο ευφυή είδη, κάτι που αποδεικνύει η επιβίωση τους στις συνθήκες της πόλης, ενώ είναι και ιδιαίτερα κοινωνικοί καθώς δένονται με τον άνθρωπο που τα φροντίζει. Ο Πράσινος Παπαγάλος ή Δαχτυλιδολαίμης Ψιττακίσκος (Psittacula krameri) προέρχεται από τη Νότια Ασία και την Κεντρική Αφρική.

Τα τελευταία 20 χρόνια τον συναντάμε σε πολλά πάρκα της Αττικής. Οι πρώτοι πααγάλοι παρατηρήθηκαν σε περιοχές κοντά στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μάλλον δραπέτευσαν από τις εγκαταστάσεις στις οποίες έμεναν κατά την εισαγωγή τους στην Ελλάδα πριν διατεθούν στο εμπόριο.

Τώρα έχουν δημιουργήσει μικρούς μόνιμους ελεύθερους πληθυσμούς και δε φαίνεται προς το παρόν να δημιουργούν προβλήματα στη χλωρίδα και στην πανίδα του τόπου μας.

Στο ρέμα της Πικροδάφνης το εξωτικό αυτό πουλί παρατηρείται συχνά, ιδίως στις συστάδες των ευκαλύπτων που βρίσκονται κοντά στην εκβολή. (Αντώνης Λ.)

 


            
s) είναι είδος πουλιού που ανήκει στο γένος Στούρνος.  Στην Ελλάδα έρχονται τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο γιατί αυτή η εποχή για τα ψαρόνια είναι η κατάλληλη επειδή δεν τους αρέσει η ζέστη, αλλά ούτε και το πολύ κρύο. Τρέφονται με σκουλήκια, αράχνες, είδη γεωσκωλήκωνμήλααχλάδιακεράσιασταφύλια και άλλους καρπούς.


 


 2.Έντομα

            Το Μακρύγλωσσο (macroglossum stellatarum) είναι ένα ιδιαίτερο λεπιδόπτερο έντομο που ζει σε κήπους κοντά στο Ρέμα ή μέσα σε αυτό, για να βρίσκεται κοντά σε λουλούδια τη γύρη των οποίων χρησιμοποιεί ως τροφή. Λατρεύει ιδιαίτερα τα πλούσια σε νέκταρ λουλούδια με μακρύ και στενό κάλυκα , καθώς μπορεί στη συνέχεια να επωφεληθεί από τη μακριά προβοσκίδα του και να αποφύγει τον ανταγωνισμό από άλλα έντομα.



             Στο Ρέμα μας φιλοξενούνται αρκετά είδη πεταλούδας. Μία από τις πιο κοινές αλλά και τις πιο όμορφες πεταλούδες της χώρας μας είναι ο Ιφικλείδης ο Ποδαλείριος (Iphiclides podalirius). Το πρώτο συνθετικό είναι το όνομα του γένους και μας θυμίζει τον Ιόλαο, γιο του Ιφικλή, ο οποίος, λόγω του πατρός του, ονομάστηκε Ιφικλείδης.

Ο Ιφικλής ήταν ετεροθαλής αδελφός του Ηρακλή και επομένως ο Ιόλαος - Ιφικλείδης ήταν ανιψιός του. Το δεύτερο συνθετικό αφορά τον Ποδαλείριο, ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ηγεμόνας των Θεσσαλών που πολέμησαν στην Τροία. Επιπλέον, ο Ποδαλείριος και ο αδελφός του Μαχάον ήταν γιατροί και θεραπευτές.


    Ο Ιφικλείδης ο Ποδαλείριος είναι μια σχετικά μεγάλη πεταλούδα  με άνοιγμα φτερών 7-8 εκατοστά. Το όνομα προέρχεται από την Ελληνική Μυθολογία:Ο Ιφικλείδης ήταν ο Ιόλαος (γιός του Ιφικλή) αδερφικός φίλος και συγγενής του Ηρακλή , ο οποίος γνώριζε καλά από πρακτική ιατρική.Το βασικό χρώμα των φτερών της είναι το ωχρόλευκο, που διασχίζεται κατά μήκος από γκριζόμαυρες ταινίες, ενώ στα πίσω φτερά υπάρχουν σχέδια με μπλε και πορτοκαλί αποχρώσεις και δύο προεξοχές σαν ουρές.Πετάνε από το Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο και στο χρονικό αυτό διάστημα δίνουν από δύο έως τρεις γενιές. Τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με το νέκταρ των λουλουδιών, γι αυτό όχι μόνο δεν είναι βλαβερές για τα φυτά μας, αλλά είναι και ωφέλιμες, καθώς με τα πόδια τους μεταφέρουν τη γύρη από άνθος σε άνθος, συμβάλλοντας στη γονιμοποίηση.(Κωσταντίνος Γ.)

            Η Papilio machaon είναι πολύχρωμη μεταναστευτική πεταλούδα. Το όνομα της machaon αναφέρεται στον Μαχάων, γιο του Ασκληπιού. Είναι επίσης γνωστή ως η κοινή κίτρινη χελιδόνι ή απλά η χελιδόνι.   

 


            Η Pararge aegeria (Το διάστικτο ξύλο - λόγω χρώματος) είναι μια  πεταλούδα που βρίσκεται είτε σε δασικές περιοχές, είτε να βρεθεί σε αστικές περιοχές δίπλα σε φράχτες, σε αστικά πάρκα και περιστασιακά σε κήπους.  Τρέφεται με ποικιλία ειδών χόρτου και προτιμά συνήθως υγρές περιοχές και ανθισμένους βιότοπους.


 

             Η Vanessa cardui είναι μια πολύ γνωστή πολύχρωμη πεταλούδα, γνωστή ως ζωγραφισμένη κυρία. Κατοικεί μόνο σε θερμότερες περιοχές, αλλά μεταναστεύει την άνοιξη και μερικές φορές το φθινόπωρο.


 


             Η Gonepteryx rhamni (γνωστή και ως θειάφι) είναι το μοναδικό είδος του γένους του. Επειδή η τροφή τής βασίζεται σε δύο είδη φυτών, αυτό επηρεάζει το γεωγραφικό εύρος και την κατανομή της, καθώς αυτά τα φυτά βρίσκονται συνήθως σε υγρότοπους. 


 


 

ΛΙΒΕΛΟΥΛΕΣ.Στο ρέμα της πικροδάφνης συναντάμε τις λιβελούλες.Ειναι έντομα που γεννούν τα αβγά τους κοντά ή πάνω στο νερό.Τρέφονται με κουνούπια,γυρίνους και ψάρια.Στο κεφάλι τους έχουν δυο κοντές και λεπτές κεραιες και δυο μεγάλα μάτια.Τα φτερά τους είναι διαφανή,άχρωμα ή με βούλες.Ζει ένα εώς πέντε χρόνια σαν προνύμφη μέσα στο νερό και ένα μήνα ως ενήλικη.Οι λιβελούλες πεθαίνουν το φθινόπωρο.(Γιάννης Χ.)

Η Λιβελούλα ανήκει στην οικογένεια (Anisoptera) και περιλαμβάνει διάφορα είδη όπως το Crocothemis erythraea και το Sympetrum fonscolombii. Είναι έντομο με μικρή διάρκεια ζωής (1 ως 5 χρόνια σε κατάσταση προνύμφης μέσα στο νερό και 1 μήνα ως ενήλικη και πεθαίνει πάντα το φθινόπωρο). Ζει κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Τα θηλυκά έντομα γεννούν τα αυγά τους κοντά ή πάνω στο νερό. Τα αυγά εκκολάπτονται και κατά το στάδιο της νύμφης τρέφονται με κουνούπια, ενώ ως ενήλικες με ασπόνδυλα όπως γυρίνους και ψάρια. Η Λιβελούλα πετά αθόρυβα και είναι το ταχύτερο έντομο. Μπορεί να πετάξει με 80 χλμ/ώρα ενώ παράλληλα το πέταγμα της περιέχει εντυπωσιακούς ελιγμούς. Οι κυριότεροι εχθροί της είναι τα πουλιά (π.χ αλκυόνες) και οι αράχνες.

 Crocothemis erythraea - Η κόκκινη λιβελλούλη  


Sympetrum fonscolombii


 


             Το Τζιτζίκι (Cicadidae) είναι η λαϊκή ονομασία το εντόμου η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη Τέττιξ (Cicada), που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά και λατινικά. Ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Αν και έχει αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομο (2-5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα του είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων. Τρέφεται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο.

 


  

            Η Σφήκα (Hymenoptera Apocrita) είναι ένα κεντροφόρο έντομο. Είναι κυνηγοί άλλων εντόμων, μεταξύ αυτών και των μελισσών. Σε αντίθεση όμως με την μέλισσα, επιβιώνει μετά από ένα τσίμπημα. Δεν είναι απαραίτητα επιθετικά έντομα, αλλά επειδή οι επαφές τους με τον άνθρωπο είναι πιο συχνές από ο,τι του ανθρώπου με τις μέλισσες τα τσιμπήματα είναι και αυτά πιο συχνά. Οι σφήκες είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην εξισορρόπηση των ειδών στη φύση καθώς αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της τροφικής αλυσίδας.

 


          

Το Σαλιγκάρι (Helix  pomatia ή Κοχλίας ο Πωματίας ή ρωμαϊκό σαλιγκάρι) είναι ένα είδος μεγάλων και βρώσιμων σαλιγκαριών καθώς χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα, ωστόσο είναι δύσκολη η εκτροφή τους. Στην Αγγλία είναι ένα προστατευόμενο είδος , καθιστώντας παράνομο το θάνατο, τον τραυματισμό, τη συλλογή ή την πώληση αυτών των σαλιγκαριών. Ζει σε δάση, ανοιχτούς βιότοπους, κήπους, αμπελώνες, ειδικά κατά μήκος ποταμών. Προτιμά την υψηλή υγρασία και τις χαμηλότερες θερμοκρασίες και χρειάζεται χαλαρό χώμα για το λαγούμι του, ώστε να αδρανοποιεί και να γεννά τα αυγά του. Ζει περίπου 35 χρόνια.

 


 3.Θηλαστικά

            Η Νυχτερίδα είναι το μοναδικό θηλαστικό που πετάει. Αν και βρίσκεται συνήθως στα δάση, έχει επίσης προσαρμοστεί πλήρως σε αστικές περιοχές(είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο) και συχνά τη βλέπουμε σε πάρκα και ψηλά κτίρια. Στη χώρα μας ζουν τα περισσότερα είδη από όλη την Ευρώπη. Οι νυχτερίδες αναδύονται αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα για να τρέφονται με ιπτάμενα έντομα όπως σκώρους και σκαθάρια . Πετάνε ευθεία και γρήγορα με ρηχές καταδύσεις. Μερικές φορές τρέφονται γύρω από τα φώτα του δρόμου, πιάνοντας τα έντομα που έλκονται από αυτά. Γενικά, έχουν ένα αξιοθαύμαστο τρόπο να προσανατολίζονται στο σκοτάδι ή και σε κλειστούς χώρους, μέσα από τους υπέρηχους που εκπέμπουν. Είναι πιο δραστήρια γύρω από το σούρουπο και την αυγή και θα ταξιδέψει έως και 10 χλμ, ενώ αναζητά τροφή.  Ένα από τα είδη που ζουν στο Ρέμα της Πικροδάφνης είναι ο Μικρονυχτοβάτης (Lesser noctule - το ρόπαλο του Leisler).

 


 

            O Σκαντζόχοιρος ανήκει κι αυτός στα θηλαστικά. Θεωρείται νυχτόβιος και γίνεται ορατός όταν πηγαίνει κοντά στο νερό για να ξεδιψάσει. Τρέφεται με ασπόνδυλα και καρπούς ή φρούτα, ή ακόμα και φίδια. Ο αμυντικός του μηχανισμός είναι να κυλήσει σα μια μπάλα με τα αγκάθια στραμμένα προς τα έξω. Αυτό γίνεται λόγω του υπερβολικού χαλαρού δέρματος στο πίσω μέρος των σκαντζόχοιρων που τους επιτρέπει να το τραβήξουν γύρω από το υπόλοιπο σώμα τους σχηματίζοντας μια μπάλα. Το είδος τους που συναντάμε κυρίως στο Ρέμα μας είναι το (Erinaceus roumanicus) το οποίο χαρακτηρίζεται από το πιο μακρύ ρύγχος του. Συνήθως βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους.(Ξένια Σ.)






            Η Αλεπού είναι κι αυτή νυχτόβια και θεωρείται ανώτερο θηλαστικό. Στην περιοχή μας ζει το είδος Κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) το οποίο συναντάμε κυρίως στην πάνω πλευρά του Ρέματος αν και αρκετές φορές έχει γίνει ορατή και πιο νότια, κυρίως όμως τη νύχτα. Είναι το πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο είδος αλεπούς, όπως επίσης και το είδος αλεπούς με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση παγκοσμίως και το μεγαλύτερο είδος σε διαστάσεις. Η ουρά της είναι φουντωτή και χρησιμεύει για μόνωση και ως εργαλείο ισορροπίας για μεγάλα άλματα και σύνθετες κινήσεις. Η ιδιαίτερα ξεχωριστή λευκή άκρη της ουράς της, γνωστή και ως «ετικέτα», χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν για τη διάκριση της κόκκινης αλεπούς από άλλα σαρκοφάγα.  Παρότι τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά, είναι εξαιρετικά δυνατά και ευκίνητα, επιτρέποντάς της να αναπτύξει ταχύτητα 50 km/h. Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, το τρίχωμα της κόκκινης αλεπούς γίνεται πιο πυκνό και πιο ανοιχτόχρωμο. Αναπτύσσει έτσι την λεγόμενη «χειμερινή γούνα», η οποία λειτουργεί σαν μονωτικό ενάντια στο ψύχος. Στις αρχές της άνοιξης, το επιπλέον αυτό τρίχωμα αρχίζει να πέφτει και έως το καλοκαίρι επανέρχεται στο κανονικό. Σκάβει λαγούμια ή χρησιμοποιεί άλλων ζώων και έχει την χαρακτηριστική συνήθεια να θάβει υπολείμματα τροφής όταν έχει περίσσευμα, για να τα φάει αργότερα. Είναι παμφάγο ζώο και τρέφεται με πολλά είδη τροφής, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Κυρίως προτιμά καρπούς ή άλλες φυτικές τροφές, ενώ τρέφεται και με ποντίκια και γενικώς τρωκτικά και γι' αυτό θεωρείται ευεργετική σε περιοχές με αρουραίους.



 4.Ερπετά

Οι Χερσαίες Χελώνες στη χώρα μας κατατάσσονται σε 3 είδη. Τη Χελώνα Χέρμαν, την Ελληνική και την Κρασπεδωτή (Testudo marginata), ωστόσο μόνο η τελευταία συναντάται συχνά στην νότια Ελλάδα και στο Ρέμα μας. Στην πραγματικότητα δεν συναντάμε καθημερινά χελώνες αλλά στο ρέμα της Πικροδαφνης υπάρχουν πολλές. Οι χελώνες όταν φοβούνται κρύβονται στο καβούκι τους. Ο ελεύθερος χωρος στις χελώνες τους αρέσει πολύ γι’ αυτό κάθονται εκεί. Ίσως νιώθουν ήρεμες μακριά από τα αμάξια και την φασαρία. Τις περισσότερες φορές τις συναντάμε να κάθονται μόνες τους και συνήθως είναι σιωπηλές. Οι Χελώνες ανήκουν στα ερπετά και αναπαράγονται κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Γεννούν αυγά τα οποία αφήνουν σε τρύπες τις οποίες σκάβουν. Οι χελώνες στη συνέχεια δεν έχουν καμιά σχέση με τα μικρά τους, τα οποία μεγαλώνουν μόνα τους. Τρέφονται κυρίως με φυτά αλλά θεωρούνται παμφάγο ζώο. Τους χειμερινούς μήνες πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Καθοδηγούνται κυρίως από την όσφρηση και την ακοή η οποία βασίζεται κυρίως στους κραδασμούς. Έχουν επίσης ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση του τόπου επιλέγοντας συγκεκριμένα μέρη διαβίωσης.(Μαργαρένια)





        Στο Ρέμα επίσης μπορούμε να συναντήσουμε και διάφορα είδη σαύρας με τα πιο χαρακτηριστικά να είναι η Τρανόσαυρα και το Σαμιαμίδι. Η  Τρανόσαυρα (Gușter vărgat) ή βαλκανική πράσινη σαύρα ( Lacerta trilineata )  είναι η μεγαλύτερη σαύρα της Ελλάδας -εκτός των άποδων σαυρών- της οποίας το μεγάλο μέγεθος παραπέμπει σε ορισμένα από τα κοινά προσωνύμια που της αποδίδονται: τρανόσαυρα, θεριοσάπιτα, πράσινη τρανόσαυρα, μεγάλη πρασινογουστέρα, θεριοσαπίτα. Είναι ημερόβιες και ακίνδυνες για τον άνθρωπο. Έχουν μήκος σώματος περίπου 16 εκ. και ουρά σχεδόν διπλάσια.

 


           Το Σαμιαμίδι (Mediterranean house gecko) είναι μία μικρόσωμη σαύρα αλλά και ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα ερπετά του κόσμου. Είναι νυκτόβιο και ιδιαίτερα ευκίνητο και γρήγορο. Τις κρύες μέρες του χειμώνα γίνεται νωχελικό. Σε περίπτωση που νοιώσει απειλή παράγει ήχους κινδύνου, κάτι που το κατατάσσει στα ελάχιστα ερπετά που παράγουν ήχους. Τρέφεται με έντομα .



 5.Αμφίβια

Στα νερά του Ρέματος της Πικροδάφνης είναι λογικό να αναπτύσσονται και κοινότητες θαλάσσιων ζώων όπως αμφίβια ή ψάρια. Τα Βατράχια που θα συναντήσουμε είναι ο Πρασινόφρυνος (Pelophylax Kurtmuelleri) και ο Βαλτοβάτραχος (Bufotes viridis). Ο Πρασινόφρυνος (Pelophylax Kurtmuelleri) γνωστός ως βαλκανικός υδάτινος βάτραχος και ελληνικός έλο-βάτραχος εμφανίζεται κυρίως στην Ελλάδα.Είναι περίπου 7 με 8 εκ., με πλάτη πράσινη ή περιστασιακά καφέ, με πράσινη λωρίδα στη μέση, και με πιο σκούρα σημεία να διανέμονται ακανόνιστα στο πίσω μέρος. Το τύμπανο είναι χάλκινο ή πράσινο που περιβάλλεται από σκούρο χρώμα. Εμφανίζεται από τη στάθμη της θάλασσας έως τα 600 μέτρα. Τρέφεται με έντομα τα οποία στο Ρέμα είναι άφθονα.




            Ο Βαλτοβάτραχος (Bufotes viridis) ανήκει στην οικογένεια των Φρύνων. Για την ακρίβεια μοιάζει χωρίς να είναι βάτραχος και αναπτύσσει περισσότερη δράση έξω από το νερό. Είναι εδαφόβιος και κυρίως  νυχτόβιος, αν και παρατηρείται και την ημέρα, ειδικά την άνοιξη. Όταν  αρπαχτεί βίαια, εκκρίνει αμυντικές τοξικές ουσίες από αδένες του δέρματος, ικανές να αποτρέψουν τους περισσότερους θηρευτές αφού είναι ιδιαίτερα δύσγευστες και ερεθιστικές. Οι ουσίες αυτές είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο. Αν έρθουν σε επαφή με το δέρμα, μπορεί να προκαλέσουν κάποια συμπτώματα ερεθισμού Το χρώμα των κηλίδων του ποικίλει, μεταξύ πράσινου και σκούρου καφέ, ενώ σε ορισμένα άτομα εμφανίζονται και κόκκινα στίγματα. Το μέγεθος του φτάνει τα 10εκ.

 


  

6.Ψάρια

Χέλια:Το Ευρωπαϊκό Χέλι ( Anguilla anguilla ) ένα είδος φιδιού και καταδρομώδες ψάρι. Το μήκος του είναι συνήθως 60-80 εκ. ενώ σπάνια φτάνουν έως 1,5 μ. Είναι είδος που κινδυνεύει λόγω της μόλυνσης και της υπεραλίευσης. Τα χέλια ξεκινούν τον κύκλο ζωής τους στον ωκεανό και περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε φρέσκο εσωτερικό νερό, ή υφάλμυρο παράκτιο νερό, επιστρέφοντας στον ωκεανό για να γεννήσουν και στη συνέχεια να πεθάνουν. Το χέλι ανάλογα την ηλικιακή του κατάσταση αλλάζει χρώμα. Στο Ρέμα μας, ιδίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες εμφανίζεται σπάνια.

 















Χάρτης υδρολογικής λεκάνης ρέματος_STEM μεθοδολογία

Από ποιους Δήμους διέρχεται το ρέμα της Πικροδάφνης;  Είμαστε  από τους τυχερούς και βρίσκεται δίπλα στο 12ο Δημοτικό σχολείο Αγίου Δημητρίο...